ξαμολώ

ξαμολώ
ξαμόλησα, ξαμολήθηκα, ξαμολημένος
1. αφήνω κάποιον, συνήθ. ζώο, ελεύθερο: Ξαμολήσανε τα σκυλιά και με δάγκωσαν.
2. στέλνω κάποιον να κάνει γρήγορα κάποια δουλειά: Ξαμόλησα το γιο μου να τον βρει και να του μιλήσει.
3. το μέσ., ξαμολιέμαι ξεκινώ γρήγορα, ορμώ: Ξαμοληθήκαμε όλοι στα βουνά ζητώντας το χαμένο ζώο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξαμολώ — άω 1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω 2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες τής ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες») 3. μέσ. ξαμολιέμαι… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξαμόλημα — το [ξαμολώ] 1. το να αφήνεται ένα πρόσωπο ή ζώο ελεύθερο προκειμένου να πάει ή να ορμήσει κάπου 2. η βιαστική αποστολή κάποιου για να εκτελέσει μιαν εργασία …   Dictionary of Greek

  • εξαπολύω — εξαπέλυσα και εξαπόλυσα, εξαπολύθηκα, εξαπολυμένος, μτβ., εξαποστέλλω βιαστικά εναντίον κάποιου, απολύω με ορμή, ξαμολώ: Εξαπολύθηκε ο πύραυλος στο διάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”