- ξαμολώ
- ξαμόλησα, ξαμολήθηκα, ξαμολημένος1. αφήνω κάποιον, συνήθ. ζώο, ελεύθερο: Ξαμολήσανε τα σκυλιά και με δάγκωσαν.2. στέλνω κάποιον να κάνει γρήγορα κάποια δουλειά: Ξαμόλησα το γιο μου να τον βρει και να του μιλήσει.3. το μέσ., ξαμολιέμαι ξεκινώ γρήγορα, ορμώ: Ξαμοληθήκαμε όλοι στα βουνά ζητώντας το χαμένο ζώο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.